κρατησιβίας

κρατησιβίας
κρατησιβίας
1 victorious in strength. κρατησιβίαν χερσί fr. 16.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κρατησιβίας — κρατησιβίας, ὁ (Α) ρωμαλέος. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < κρατησι (< κρατῶ) + βίας (< βία), πρβλ. ευρυ βίας, υψι βίας] …   Dictionary of Greek

  • κρατησιβίαν — κρατησιβίᾱν , κρατησιβίας masc acc sg (attic epic doric aeolic) κρατησιβίας masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”