- κρατησιβίας
- κρατησιβίας1 victorious in strength. κρατησιβίαν χερσί fr. 16.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
κρατησιβίας — κρατησιβίας, ὁ (Α) ρωμαλέος. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < κρατησι (< κρατῶ) + βίας (< βία), πρβλ. ευρυ βίας, υψι βίας] … Dictionary of Greek
κρατησιβίαν — κρατησιβίᾱν , κρατησιβίας masc acc sg (attic epic doric aeolic) κρατησιβίας masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)